- κάμωσι
- κάμνωworkaor subj act 3rd plκάμωνmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θήβαι — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου, στη θέση της σημερινής πόλης Λούξορ, η οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια, κυρίως στα περίχωρά της, σε αρχαιολογικά ευρήματα εξαιρετικής αξίας. H πόλη, που ονομαζόταν από τους Έλληνες και Διόσπολις, άρχισε να ακμάζει κατά… … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek